επιπαρορμώ

επιπαρορμώ
ἐπιπαρορμῶ, -άω (Α)
παροτρύνω, ερεθίζω περισσότερο, ενθαρρύνω («πρός τε τὸν πόλεμον ἐπιπαρορμῶντα τοὺς Ἀθηναίους», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”